Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το επίτιμο μέλος

См. также в других словарях:

  • Αϊβαζόφσκι, Ιβάν Κονσταντίνοβιτς — (1817 – 1900). Ρώσος θαλασσογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1833 37). Το 1845 έγινε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, το 1847 καθηγητής και το 1887 επίτιμο μέλος της ίδιας Ακαδημίας. Ο Α. ήταν επίσης μέλος πολλών… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… …   Dictionary of Greek

  • Μιλλιέξ, Ροζέ — (Roger Milliex, Μασσαλία 1913 –). Γάλλος φιλόλογος, νεοελληνιστής και δημοσιογράφος, σύζυγος της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ (βλ. λ.). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Εξ αν Προβάνς και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.… …   Dictionary of Greek

  • Άστον, Φράνσις Γουίλιαμ — (Francis William Aston, Μπέρμιγχαμ 1877 – Κέιμπριτζ 1945). Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο Μπέρμιγχαμ και στο Κέιμπριτζ, όπου έγινε καθηγητής της φυσικής το 1920. Βοηθός του Τζόζεφ Τζον Τόμσον στο εργαστήριο Κάβεντις, συνεργάστηκε με τον …   Dictionary of Greek

  • Κλοτ μπέης, Αντουάν — (Antoine Clot bey, 1793 – Μασσαλία 1868). Γάλλος γιατρός. Μολονότι ήταν πάμφτωχος, κατόρθωσε να σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, από το οποίο αποφοίτησε το 1820. Το 1825, προσκλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως αρχίατρος… …   Dictionary of Greek

  • Κρικ, Φράνσις Χάρι Κόμπτον — (Francis Harry Compton Crick, Νορθάμπτον 1916 –). Άγγλος χημικός, ειδικευμένος στη μοριακή βιολογία. Μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (1937), εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προσδιόρισε τη δομή του… …   Dictionary of Greek

  • Λούρος, Νικόλαος — (Αθήνα 1898 – Αθήνα 1986). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Βέρνη, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1919, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου. Το 1925… …   Dictionary of Greek

  • Μάρσαλ, Φρέντερικ Χένρι — (Frederick Henry Marshall, τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Άγγλος ελληνιστής και ιστορικός. Διετέλεσε (1926) καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας και της βυζαντινής ιστορίας, γλώσσας και φιλολογίας στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου. Ήταν αντεπιστέλλον …   Dictionary of Greek

  • Μουστερής, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1919 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες, ενώ διδάχθηκε και μαθήματα Φιλολογίας, Τέχνης, Θεάτρου κλπ. Σταδιοδρόμησε ως αρχιλογιστής σε ιδιωτική εταιρεία της Λεμεσού. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Ξενάκης, Ιάννης — Συνθέτης, αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Γεννήθηκε στη Ρουμανία το 1921. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μουσική σύνθεση στη Γαλλία και στην Ελβετία. Πήρε μέρος στην Αντίσταση, στον τελευταίο πόλεμο, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»